κολάζ

Image

Μπήκε μέσα στο σπίτι, τι σπίτι δηλαδή, ένα υπνοδωμάτιο με μπάνιο και μια μικρή κουζίνα. Ακούμπησε κάτω το σακίδιο πλάτης. Έβγαλε τα αθλητικά παπούτσια που τα κορδόνια τα είχε μόνιμα δεμένα, από όταν τα είχε αγοράσει… Το κρεβάτι του ήταν ένα διπλό στρώμα πάνω σε μια σειρά από ξύλα στο πάτωμα, για να αερίζεται και να μην μουχλιάσει… Πήρε ένα πλαστικό μπουκάλι νερό που είχε στο ψυγείο, ξάπλωσε με τα ρούχα… σε λίγο εμφανίστηκε και ξάπλωσε δίπλα του και ο γάτος του.

Μετά τη δουλειά, είχε πάει να βρει την παρέα στο μαγαζί που του είχαν στείλει ότι θα ήταν… Εκείνοι είχαν πάει από νωρίς το απόγευμα. Είχαν ξεκινήσει με καφέ… Εκείνος τους βρήκε στη δεύτερη καράφα κρασί… Έμειναν μέχρι που το μαγαζί έκλεισε. Μαζί με τα παιδιά που δούλευαν -τους βοήθησαν- να μαζέψουν τις καρέκλες απέξω.

-Φωτογραφία: Όταν ήταν φοιτητής -με την τότε παρέα- έξω από το καφενείο όπου σύχναζαν με φτηνό καφέ, μπίρα, ούζο και μεζέ. Μερικοί από αυτούς δούλευαν εκεί… Στη φωτογραφία μαζί τους και ο ιδιοκτήτης.

Από το μαγαζί είχε περάσει και η κοπέλα που του άρεσε, γνωστή ενός φίλου από τη δουλειά. Είχαν αρκετά κοινά… Μουσικές, βιβλία, βόλτες, ταξίδια, όνειρα… ΄Οποτε συναντιόντουσαν, μιλούσαν σχεδόν μόνο οι δυο τους, δε θα αργούσε να γίνει σχέση μεταξύ τους.

-Φωτογραφία: Με μια από τις πρώτες του σχέσεις. Διακοπές σε νησί. Αυτοφωτογραφιζόντουσαν κάνοντας γκριμάτσες και χειρονομίες ο ένας στον άλλο, για τον άλλο…

Δίπλα στο κρεβάτι είχε το παλιό του σκέιτ -για πάγκο- να ακουμπάει κάποια πράγματα και να μην είναι τελείως στο πάτωμα. Έπιασε και κοίταξε λίγο το βιβλίο του. Είχε μια υπερένταση… βαριόταν να διαβάσει… Το άνοιξε στο σελιδοδείκτη, ξεφύλλισε κάποιες σελίδες, διάβασε σκόρπιες κάτι προτάσεις… Το έκλεισε και το ξανάβαλε πίσω.

– Φωτογραφία: Πλατεία. Καλός καιρός. Με συμμαθητές που έκαναν
ποδήλατο, πατίνια και σκέιτ…

Πρώτες πρωινές ώρες και ακόμα δεν είχε κοιμηθεί, ευτυχώς είχε ρεπό την επομένη και δε χρειαζόταν να ξυπνήσει συγκεκριμένη ώρα. Πρώτες μέρες καλού καιρού. Σταθερή λιακάδα τα πρωινά. Έβγαινες και με κοντομάνικο, έπαιρνες μαζί σου και μια πιο βαριά μπλούζα… Όταν ξυπνούσε, θα πήγαινε να πιει καφέ με τον τυπά, από το ζευγάρι που έμενε στον κάτω όροφο. Είχαν και ένα ωραίο λουλουδάτο μπαλκόνι… Του άρεσε να κάνει παρέα μαζί τους… Καλλιτεχνικό ζευγάρι -με πολλές ασχολίες- κάτι σαν σύγχρονοι μπίτνικ. Πολλές φορές κανόνιζε και έκανε πράγματα μαζί τους. Βόλτες τις Κυριακές… Χαλαρούς καφέδες στα ρεπό του που δεν ήταν Σαββατοκύριακο όπως των περισσότερων φίλων του…

-Φωτογραφία: Στο πρώτο σπίτι που είχε νοικιάσει -με συγκάτοικο ένα φίλο του -μαζί τους συνέχεια και εκείνη η κοπέλα… ΄Έμενε σχεδόν μόνιμα στο σπίτι… Στον καναπέ. Ταινίες, παιχνίδια, μαγειρέματα οι τρεις τους… Ακόμα και στα πάρτι -που καλούσαν κόσμο- πάντα οι τρεις τους κατέληγαν -σε μια άκρη του σπιτιού- να μιλάνε μεταξύ τους.

Απέναντι από το κρεβάτι, στο λευκό τοίχο, είχε φτιάξει ένα μεγάλο κολάζ… Σε αυτούς τους πίνακες που καρφιτσώνεις τηλέφωνα delivery, σημειώματα, φωτογραφίες… Εκείνος σε έναν μεγάλο τέτοιο πίνακα -τον είχε κρεμάσει στο τοίχο- έβαζε φωτογραφίες… Φωτογραφίες από όταν ήταν παιδί -που είχε βρει στο πατρικό του- σε κούτες που ήταν όλες μαζί και δεν είχανε μπει σε άλμπουμ… Φωτογραφίες από τις εκδρομές του σχολείου… Από τα χρόνια της εφηβείας, της επανάστασης, της ενηλικίωσης. Φοιτητής, με σχέσεις και φίλους…

Ένα κολάζ η ζωή του ως το τώρα. Άνθρωποι, μέρη… ΄Ανθρωποι σε ίδια μέρη… Μέρη με άλλους ανθρώπους…  Όλα αναμιγμένα μεταξύ τους…

Για να καλύψουν ένα λευκό τμήμα τοίχου. Μια ζωή…

 

στράτης πι

___

κουδούνι σχολείου

Image

Μεσημέρι και περπατάς. Ακούς να χτυπάει το κουδούνι… τελευταίο κουδούνι του σχολείου… του δικού σου παλιού σχολείου… Περνούσες από εκεί μερικές φορές, αραιά και που, αλλά δεν είχε τύχει να πετύχεις ξανά σχόλασμα του. Οι μαθητές του λυκείου πετάγονται έξω. Στέκονται στην είσοδο, στο πεζούλι του σχολείου, στον πεζόδρομο… και όμως τρέχουν σα τρελοί για να κατέβουν τις σκάλες… Με το που θα βγουν ηρεμία… Τόσο τρέξιμο για να βγουν έξω και εκεί σταματάνε…

Περιμένουν τους φίλους… περιμένουν τις σχέσεις… τα διπλανά τμήματα… τις άλλες τάξεις… Να μιλήσουν, να συνεννοηθούν,
για το φροντιστήριο που θα ιδωθούν αργότερα… Για αυτά που έχουν να διαβάσουν… τα διαγωνίσματα και τα τεστ τις επόμενης μέρας… Για τον καθηγητή και το τρόπο που τους μιλάει… Για τη βόλτα του Σαββατοκύριακου που έρχεται.

Κάποιοι θα φύγουν βιαστικά και θα πάνε να βρουν τα παιδιά που έκαναν κοπάνα… Τους περιμένουν στη καφετέρια, στη πλατεία. Μαζεμένες απουσίες… Τα ζευγάρια θα φύγουν μαζί… Και οι παρέες μαζί και αυτές… Θα χαιρετήσουν ο ένας τον άλλο στις εξώπορτες των σπιτιών τους… ΄Όχι για πολύ… μόνο για το μεσημεριανό φαΐ… Έτσι κι αλλιώς θα τα ξαναπούνε στο φροντιστήριο και στη πλατεία που θα πάνε τελειώνοντας το διάβασμα. Βράδυ πια θα γυρίσουν σπίτι… ξανά φαγητό… μια ακόμα κουβέντα με κάποιο κολλητό τους στο τηλέφωνο -για να τελειώσουν- αυτά που δεν πρόλαβαν να πουν… Θα αράξουν λίγο μπροστά στη τηλεόραση και ύστερα θα πάνε να κοιμηθούν.

Το πρωί θα ξυπνήσουν. Οι γονείς είναι ήδη ξύπνιοι. Θα φτιάξουν τη τσάντα τους… Μόνο μερικά τετράδια μέσα για όλα τα μαθήματα -δε θα τα πάρουν όλα -μόνο αυτά που έχουν ανάγκη. Μετά στην κουζίνα για έναν καφέ. Μεγάλωσαν πια για να τρώνε πρωινό… Τώρα πίνουν στιγμιαίο, ελαφρά χτυπημένο… Κάθονται λίγο με τους γονείς, κουβεντιάζουν χαζομάρες με αφορμή το πρωινό δελτίο στη τηλεόραση… Μια καλημέρα και φεύγουν. Στο δρόμο θα περάσουν να πάρουν κάποιο συμμαθητή τους για να πάνε μαζί στο σχολείο… Θα αφήσουν τα πράγματα στην αίθουσα… και θα αράξουν παρέα μέχρι να χτυπήσει πάλι το πρώτο κουδούνι…

 

στράτης πι

___

μικρή, πλαϊνή, υφασμάτινη τσάντα

Image

 

Άνοιξε την τσάντα. Τη μικρή πλαϊνή υφασμάτινη τσάντα. Πήρε τα μεγάλα ακουστικά και το βιβλίο του… Του άρεσε να διαβάζει μέσα στα μέσα μεταφοράς… Να διαβάζει και να ακούει μουσική… Συνδέοντας τα ακουστικά στο κινητό και ψάχνοντας τους φακέλους για να επιλέξει μουσική, θυμήθηκε -όταν ήταν μικρότερος- το πρώτο του φορητό κασετόφωνο και τις γραμμένες κασέτες. Επιλογές, αγαπημένα τραγούδια από τα cd του. Χρειαζόταν ένα σακίδιο πλάτης μισογεμάτο με κασέτες για να έχει όλα τα κομμάτια που ήθελε… Τώρα όλα μέσα σε ένα κινητό, μέσα σε μια μικρή υφασμάτινη τσάντα.

Την τσάντα την είχε πάρει λίγο πριν κάνει το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό, από ένα μαγαζί στο μοναστηράκι. Αυτήν κουβαλούσε στις
πρώτες του συνεντεύξεις, τότε που έψαχνε να βρει μια δουλειά -σε οτιδήποτε- για να μπορεί να βγάζει τα προς το ζην, να καταφέρει να μείνει στο εξωτερικό. Αυτή τον συντρόφευε όταν πήγε να κάνει πρακτική και αργότερα, όταν από την εταιρεία τον προσλάβανε κανονικά με ολόκληρο μισθό, καλύτερο πλέον από αυτόν των δουλειών του ποδαριού σε καφετέριες, εστιατόρια και ρουχάδικα.

Τα είχε καταφέρει καλά στη ζωή του. Είχε μια καλή δουλειά, πολύ καλούς όρους,καλές πληρωμές, αλλά και πολλά ταξίδια. Τρεις μήνες
εδώ, πέντε μήνες εκεί, ένα χρόνο αλλού… Το πρώτο καιρό -από ενθουσιασμό- κουβαλούσε πολλά πράγματα μαζί, με σκοπό να τα
χρησιμοποιήσει αλλά στο τέλος του έπιαναν μόνο χώρο στη βαλίτσα. Αργότερα είχε αρχίσει και το συνήθιζε, είχε μάθει περίπου τις χώρες, τον καιρό, το τι χρειαζόταν… Δεν κουβαλούσε μαζί του άχρηστα πράγματα.

Τώρα γυρνούσε πίσω… Ύστερα από χρόνια -που ήταν θολό το πόσα ακριβώς- επέστρεφε με περισσότερες εμπειρίες… κάποια χρήματα μαζεμένα… Θα γυρνούσε να κάνει πλέον κάτι πίσω, στο τόπο από τον οποίο ξεκίνησε… Για το ταξίδι της επιστροφής το μόνο που είχε πάρει ήταν τη μικρή του πλαϊνή τσάντα… και μια επίσης μικρή βαλίτσα με λίγα ρούχα. Έλειπε τόσα χρόνια… Είχε κάνει τόσα ταξίδια… για να καταλήξει να μην έχει τίποτα δικό του πέρα από το βιβλίο που διάβαζε, τα ακουστικά, έναν υπολογιστή και το κινητό του… Τόσα χρόνια, τόσα ταξίδια μέσα σε τέσσερα αντικείμενα… Μέσα σε μια μικρή, πλαϊνή υφασμάτινη τσάντα.

 

στράτης πι

___

 

 

ένα καφέ απ’τα περασμένα

Image

 

­­­­Στην Αθήνα είχε κατέβει για δουλειές. Με το πρωινό τρένο. Εδώ και αρκετά χρόνια είχε μετακομίσει στην επαρχία. Η ζωή εκεί λίγο πιο απλή, λίγο πιο ήρεμη… Στην πρωτεύουσα κατέβαινε πια για να δει τους δικούς της, κάποιο φίλο, μία παράσταση… και σχετικά σπάνια για κάποια δουλειά.

Χρόνια είχε να κάνει βόλτα από το σημείο εκείνο… Ένα σημείο που είχε συνδέσει τα φοιτητικά της χρόνια… Οι γύρω δρόμοι είχαν τα ίδια ονόματα αλλά τα περισσότερα μαγαζιά είχανε αλλάξει… Είχανε γίνει υποκαταστήματα μεγάλων αλυσίδων.

Εκεί στο στενό ήτανε και το μαγαζάκι «ο ιταλικός καφές», ένα μαγαζάκι πολύ μικρό. Από τη μια μία μικρή μπάρα -που ήταν ο ιδιοκτήτης του- και έφτιαχνε τους καφέδες και από την άλλη, ένας πάγκος -στο τοίχο- με λίγα σκαμπό… Τις ημέρες με καλό καιρό έβγαζε και ένα -αλουμινένιο, πτυσσόμενο- τραπέζι με δύο καρέκλες σκηνοθέτη… Δεν ήταν για να κάτσεις πολύ, ένα καφεδάκι στα γρήγορα την ώρα που πήγαινες δουλειά, ή πριν το μάθημα, στο πανεπιστήμιο και στο διάλειμμα.

Ο ιδιοκτήτης του, που ήταν και αυτός που έφτιαχνε τους καφέδες, ιδιότροπος, με πολύ συγκεκριμένη άποψη για τον καφέ και οι καφέδες συγκεκριμένοι και γινόντουσαν μόνο με τη μηχανή του εσπρέσο. Από εκεί και το όνομα, αντί για φίλτρου, αμερικάνικος, εσπρέσο μονός και διπλός, καπουτσίνο έφτιαχνε μόνο σε κάποιο φίλο από τα γύρω μαγαζιά. Μερικές φορές που δεν είχαν δουλειά, την άραζαν στο μαγαζάκι και του έκαναν παρέα… Όχι ζάχαρη, όχι γάλα, αν θες να πιεις καφέ και για ντεκαφεϊνέ ή κρύο καφέ ούτε κουβέντα. Όταν έμπαιναν μερικοί που δεν τον ήξεραν και του το ζήταγαν, τους ρωτούσε αν ήθελαν να τους κεράσει χαμομήλι ή αναψυκτικό…

Σε όλη τη παρέα τότε που ήταν από το πανεπιστήμιο εκείνος τους είχε μάθει πώς να πίνουν καφέ. Τους μίλαγε για τα χαρμάνια, για τις μηχανές και το πώς να τον φτιάχνουν σωστότερα σπίτι τους… Τους είχε μάθει μέχρι και ποια ήταν τα καλά καφεκοπτεία. Τους έλεγε πως αν ακούτε για καινούρια, -ότι πουλάνε καλό καφέ- πάντα να τον δοκιμάζετε, να κρίνετε μόνοι σας… Τους βοηθούσε ακόμα και όταν μερικά παιδιά έψαχναν να βρουν δουλειά, -παράλληλα με τη σχολή τους- και να βγάζουν κάποια από τα έξοδα. Περνούσαν από το μαγαζί και τους μάθαινε πως λειτουργεί η μηχανή, πως πετυχαίνεις το αφρόγαλα και άλλα τέτοια της δουλειάς.

Τώρα στεκόταν έξω από το μαγαζί, ο δρόμος είχε πεζοδρομηθεί και το «ο ιταλικός καφές» είχε μεταμορφωθεί σε ένα κατάστημα αλυσίδας καφέ take away… Οι καρέκλες -έξω- είχαν αυξηθεί, και ο χώρος μέσα ήταν μεγαλύτερος… Μάλλον είχαν αγοράσει -μαζί με το μαγαζί- και το διπλανό… Γκρέμισαν τους τοίχους και άνοιξαν λίγο παραπάνω το χώρο. Όχι ότι χωρούσε πολύ περισσότερους ανθρώπους, αλλά χώρεσαν οι πάγκοι και τα ψυγεία με τις βιτρίνες που έβλεπες καθετί από φαγητό, γλυκό που είχε το μαγαζί να σου προσφέρει…

 Έκατσε μπροστά από τον υπάλληλο που ήταν μπροστά από τη ταμειακή μηχανή… «Τι καφέ θα πάρετε;»… Τι καφέ να πάρει άραγε; Ποιός ήταν ο καφές που έκαναν καλά, όταν είχαν περίπου είκοσι διαφορετικές επιλογές και άλλες είκοσι μετατροπές;… Φαντάστηκε πως ότι καφέ και να ζητούσε θα τον έφτιαχναν ουδέτερο, άντε λίγο καλύτερα ίσως… Παρήγγειλε έναν εσπρέσο… Την ώρα που την εξυπηρετούσαν, ρώτησε -μήπως ήξεραν- τι απέγινε το μαγαζάκι που ήταν προηγούμενα εκεί. Κανείς δεν ήξερε γιατί τους μιλούσε. Οι περισσότεροι που δούλευαν εκεί, δούλευαν μόλις μερικούς μήνες, -άντε κάνα χρόνο ο ποιο παλιός- και ποτέ κανένας δεν είχε ρωτήσει να μάθει τι είχε γίνει το παλιό καφέ, ούτε που το ήξεραν δηλαδή… «Δεν πειράζει» τους είπε, τους ευχαρίστησε, πήρε το καφέ της και βγήκε στον πεζόδρομο…

Περπατούσε για να προλάβει το ραντεβού της, με μια μικρή δόση νοσταλγίας και θλίψης για όλα αυτά που αλλάζουν, για τα περασμένα…

 

στράτης πι

___

κορίτσι διαφορετικό

Koritsi1b

Εκείνη, ένα κορίτσι μικροκαμωμένο, φορούσε μπλουτζίν παντελόνι και αθλητική μπλούζα με κουκούλα, κυκλοφορούσε με τα χέρια στις τσέπες, τα ακουστικά σχεδόν πάντα στα αυτιά, ακούγοντας μουσική.

Εκείνη, είχε δικούς της ρυθμούς, δικούς της κανόνες στη ζωή. Είχε παρατήσει τη σχολή και όταν σε μια δουλειά άρχιζε να τα πηγαίνει καλά τη σταματούσε. Είχε δουλέψει σε πολλά επαγγέλματα, γραμματέας, άτομο για όλες τις δουλειές, πωλήτρια σε αρκετά καταστήματα, σερβιτόρα, μπαργούμαν. Σε καμιά δουλειά δεν θα καθόταν για πολύ.

Εκείνη, δεν έπινε σχεδόν ποτέ όταν έβγαινε έξω, σπάνια μόνο -σε κάποια συναυλία- μια μπύρα, στα μαγαζιά που έβγαιναν με φίλους έπινε χυμούς ή αναψυκτικά. Αλκοόλ θα έπινε μόνη στο σπίτι, πάλι μπύρα ή κόκκινο κρασί που το αγαπούσε, παρέα με ένα βιβλίο, μία ταινία, τη μουσική… Έτσι θα ήταν και με το χορό, ποτέ δεν την είχαν δει να χορεύει έξω, χόρευε μόνη στο σπίτι… έβαζε δυνατά τη μουσική και χοροπηδούσε ρυθμικά κουνώντας χέρια και πόδια.

Εκείνη θα ερωτευόταν, θα έκανε σχέσεις, σύντομες όμως… Λίγοι θα άντεχαν να μένουν δίπλα σε ένα κορίτσι που δεν έπαιρνε τη ζωή στα σοβαρά, χωρίς ποτέ να κάνει σχέδια για το μέλλον της… χωρίς ποτέ να βάζει πλάνο ζωής… με μόνη φιλοδοξία τις όμορφες στιγμές.

Εκείνη, για συντροφιά είχε το σκύλο της. Ένα σκυλί μικρό, γκριζόλευκο, που θύμιζε χαλάκι πόρτας ή σφουγγαρίστρα. Σκύλος, φίλος χωρίς λουρί, στο σπίτι, στις βόλτες, στα ταξίδια.

Εκείνη ένα κορίτσι μικροκαμωμένο, φορούσε μπλουτζίν παντελόνι και αθλητική μπλούζα με κουκούλα, κυκλοφορούσε με τα χέρια στις τσέπες, τα ακουστικά σχεδόν πάντα στα αυτιά, ακούγοντας μουσική…

Εμείς έτσι θα την περάσουμε αγάπη μου… και όπου μας βγάλει -είπε- και σήκωσε το μπουκάλι με τη μπύρα, μπροστά στο καθρέφτη που είχε στο δωμάτιο… Πίνοντας στην υγειά της, τη τελευταία γουλιά απ’ το μπουκάλι.

στράτης πι

___

Πρώτες μέρες του χειμώνα

Image

 

Φορούσε το αδιάβροχο του και την κουκούλα από τη μπλούζα που φορούσε από μέσα. Ήταν στη πίσω πλευρά του πλοίου… Στο σκεπασμένο κατάστρωμα, πρώτες μέρες της κακοκαιρίας, σχεδόν μόνος… Είχε καθίσει σε μια από τις πλαστικές καρέκλες. Έβλεπε τη βροχή ακούγοντας μουσική από το κινητό του. Ξημέρωνε όταν έφτανε στο λιμάνι του Πειραιά.

Δεν είχε τηλεφωνήσει σε κανέναν να πάει να τον πάρει ή να τον συναντήσει. Έτσι κι αλλιώς θα έφτανε πολύ πρωί… Στο σπίτι, θα άνοιγε τα παράθυρα που ήταν κλειστά από τις αρχές του καλοκαιριού -που είχε φύγει- για να δουλέψει στο νησί.

Κατέβηκε από το πλοίο. Σχεδόν απέναντι η είσοδος του ηλεκτρικού σταθμού. Επιβιβάστηκε στο συρμό, που λόγω της ώρας είχε πολύ κόσμο. Κόσμος που έφευγε από το Πειραιά για να πάει στο κέντρο της πόλης. Οι περισσότεροι για δουλειά. Βρήκε -ευτυχώς- μια θέση και έκατσε… Τη βαλίτσα την τακτοποίησε δίπλα του, αφήνοντας και έναν μικρό χώρο για να περάσει κάποιος αν ήθελε.

Κατέβηκε στην Ομόνοια, από εκεί θα πήγαινε με τα πόδια… Λόγω της ώρας, δε θα πετύχαινε και κανέναν γνωστό μέχρι να φτάσει… Είχε μια διάθεση σα να ήταν απροετοίμαστος να μιλήσει σε κάποιον… Θα πήγαινε σπίτι, θα έβαζε το στρώμα στο πάτωμα, θα τίναζε το μαξιλάρι στο μπαλκόνι… Δύο καθαρά σεντόνια από τη ντουλάπα, μια μαξιλαροθήκη, ένα ελαφρύ πάπλωμα -ίσως- ή μια κουβέρτα… και θα έπεφτε να κοιμηθεί… Ήλπιζε να ξυπνήσει νωρίς το βράδυ… Θα πήγαινε σε ένα από τα σαντουιτσάδικα της πλατείας -πάλι ελπίζοντας- να μην έρθει σε επαφή με κανέναν. Θα έτρωγε κάτι ελαφρύ… Θα έκανε ένα μπάνιο… Θα έβαζε στις σκέψεις του μια τάξη και θα άραζε για μουσική ή να διαβάσει ένα βιβλίο μέχρι να τον πάρει πάλι ο ύπνος.

Το πρωί που θα ξυπνούσε, θα έβγαζε το κινητό από τη λειτουργία πτήσης που το είχε… Θα έβγαινε από αυτή τη μικρή αίσθηση ελευθερίας -όταν κανένας δε μπορούσε να τον βρει- αφού το κινητό φαινόταν απενεργοποιημένο… Θα έπαιρνε τηλέφωνο τους δικούς του, να πάει να τους δει…  Μετά μια βόλτα στη πλατεία… Όλο και κάποιον θα έβρισκε για κουβέντα, μέχρι να μαζευόντουσαν οι πιο κοντινοί του φίλοι… Να πάνε μαζί για μια μπύρα… Με ήλιο. Τις πρώτες χειμωνιάτικες μέρες της Αθήνας.

 

στράτης πι

___

παραλία

ImageΟμόνοια… Ακολουθείς τις πινακίδες που δείχνουν Κηφισιά- Πειραιά. Ανεβαίνεις στην αποβάθρα και περιμένεις το συρμό προς Πειραιά.

Στη πλάτη, ένα μεγάλο σακίδιο -σαν αυτά που έβλεπες μικρός, να τα κουβαλούν τουρίστες και αναρωτιόσουν πως τα σηκώνουν- η αιώρα, το sleeping bag, το υπόστρωμα, δεμένα στο εξωτερικό του. Τη σκηνή την κρατάς χώρια.

Περνώντας με τον ηλεκτρικό έναν έναν τους σταθμούς, σκέφτεσαι τον κολλητό σου… θα τον βρεις στο λιμάνι με ένα ίδιο σαν το δικό σου σακίδιο… Φεύγετε από την πύλη απέναντι από τον σταθμό, θυμάσαι την πρώτη φορά που πηγαίνατε μόνοι διακοπές, στα δεκαοκτώ σας, έτσι με ένα σακίδιο ο καθένας και κοινή σκηνή. Είχατε αρχίσει να πηγαίνετε στα νησιά, λέγοντας πως κάθε χρόνο από τότε, θα βλέπατε και ένα καινούριο. Κάποιες χρονιές το κάνατε, κάποιες όχι… πηγαίνοντας στο ίδιο νησί.

Ο ηλεκτρικός έφτασε στον Πειραιά. Πηγαίνεις στο λιμάνι… εκεί που έχει δέσει το πλοίο. Ο φίλος θα έρθει πάλι αργοπορημένος. Θα μπείτε μέσα. Κατάστρωμα. Τα σακίδια θα μείνουν στην είσοδο του πλοίου. Μαζί μόνο την τσάντα με τα βιβλία, το νερό, το mp3, μια μπλούζα και το υπόστρωμα για να κοιμηθείτε άμα νυστάξετε.

Στο πρώτο νησί που δένει, κατεβαίνει ο πολύς κόσμος, κόσμος με βαλίτσες, σακβουαγιάζ και αυτοκίνητα… Στο πλοίο μένουν οι λίγοι με τα σακίδια για το επόμενο νησί. Μια ώρα για να φτάσετε. Έχει αρχίσει και βραδιάζει… Γνωρίζεστε με κόσμο που θα κατέβει μαζί σας… Δύο φίλες, ένας πατέρας με την κόρη του, ένα ζευγάρι φοιτητών, μια μεγάλη παρέα… Όλοι για την παραλία που κάνουν κάμπινγκ.

Όταν φτάνει το πλοίο έχει νυχτώσει… Κουβεντιάζεις με το φίλο σου για το πως θα φτάσετε στη παραλία, το κουβεντιάζετε και με τους άλλους… Το λεωφορείο του νησιού. Μπαίνετε μέσα, ρωτάς αν πάει παραλία… Όχι, πηγαίνει μέχρι τη χώρα. Το παίρνετε. Θα συνεχίσετε κάπως… Δεν αργεί κάποιος να σας πάρει ωτοστόπ, το ίδιο και τα άλλα παιδιά… Ο πατέρας με την κόρη, έμειναν στη χώρα. Θα κατέβουν με το πρωινό λεωφορείο.

Όταν φτάνετε, η μόνη ταβέρνα λίγο πριν τη παραλία κλείνει… Παίρνετε λίγο νερό και κατηφορίζετε… Ψάχνετε να βρείτε ένα μέρος να κοιμηθείτε, χωρίς σκηνή, μόνο με υπόστρωμα και sleeping bag. Η σκηνή θα στηθεί την επόμενη μέρα όπου έχει τη καλύτερη σκιά…

Ξυπνάς στις εννιά το πρωί από τον ήλιο… κοιτάς λίγο το μέρος με φως, λίγοι έχουν αρχίσει να ξυπνάνε, σηκώνεσαι, γδύνεσαι, και πας για την πρώτη βουτιά, το καλύτερο ξύπνημα που θα μπορούσες να έχεις. Βγαίνεις από την θάλασσα… φοράς κάτι πρόχειρο και πηγαίνεις στη ταβέρνα να πάρεις κρύο νερό. Καθώς γυρνάς, βλέπεις το κολλητό σου να ετοιμάζεται και εκείνος για βουτιά. Φτιάχνεις στιγμιαίο καφέ. Τα παιδιά που είχατε φτάσει μαζί στην παραλία, έχουν κάνει τη βόλτα και έχουν βρει κάποια σημεία για τις σκηνές. Το συζητάτε πίνοντας καφέ. Λίγη ώρα μετά πάτε και στήνετε.

Είχες πάει για δέκα μέρες και έκατσες σχεδόν μήνα…

 

στράτης πι

___

καλοκαιρινή γνωριμία

Image

Τη συνάντησε στην Αρεοπαγίτου. Γυρνούσε σπίτι του περπατώντας μετά από μια βόλτα. Τέλη Iουλίου, είχε ζέστη και το βράδυ που φυσούσε λίγο αεράκι ήταν ωραία για περπάτημα. Στον πεζόδρομο έπαιζαν μουσική, σαξόφωνο, κιθάρα και ένα κρουστό που έμοιαζε με ένα ξύλινο κουτί, ο μουσικός που το έπαιζε καθότανε πάνω του και το χτυπούσε με τις παλάμες του.

Κάθισε στο πεζούλι, να τους ακούσει για λίγη ώρα. Στο ίδιο πεζούλι δίπλα του, καθόταν και εκείνη. Είχε ένα χάρτινο κουτί με σανγκρία και έπινε από αυτό… Ύστερα από λίγη ώρα που καθόταν δίπλα της, γύρισε και του πρόσφερε να πιει και εκείνος. Δέχτηκε. Τη ρώτησε αν ήταν με τη παρέα των μουσικών… του απάντησε πως όχι, έμενε εκεί κοντά… ήθελε να κάνει μια βόλτα… και επειδή η παρέα της είχαν φύγει διακοπές… βγήκε μόνη της, πριν πάει να κοιμηθεί.

Άρχισαν να κουβεντιάζουν. Πρώτα με το τι ασχολείται ο καθένας, τι σπουδάζουνε, ποια είναι τα ενδιαφέροντα τους και στη συνέχεια πως και είχαν μείνει Αθήνα το καλοκαίρι. Τι τους άρεσε σε αυτήν, αυτή την εποχή και τι όχι, μίλησαν και για τους τουρίστες που έμεναν δυό-τρεις μέρες για να δουν μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους και μετά έφευγαν για να απολαύσουν τον ήλιο και τη θάλασσα στα νησιά. Η Αθήνα τα προηγούμενα χρόνια τέτοια εποχή, είχε αδειάσει. Φέτος είχε μείνει αρκετός κόσμος. Άλλοι γιατί δεν τους περίσσευε ο χρόνος, οι περισσότεροι γιατί δεν είχαν χρήματα.

Ξημέρωμα πια… Η νύχτα είχε περάσει συζητώντας… οι μουσικοί είχαν φύγει και η σανγκρία είχε τελειώσει ώρα τώρα… Σκέφτηκαν ένα μαγαζί στο σταθμό του Θησείου που πίστευαν πως θα είναι ανοιχτό για ένα πρωινό καφέ.

Έβλεπαν το σταθμό να ανοίγει και σιγά σιγά να έρχονται οι άνθρωποι, που ξεκίναγαν δουλειά τα χαράματα. Στον πεζόδρομο έβλεπαν τους οδοκαθαριστές του δήμου να μαζεύουν τους μικρούς κάδους σκουπιδιών και να σκουπίζουν σημεία του πεζόδρομου και στις καφετέριες επίσης, οι καθαρίστριες είχαν ξεκινήσει το σφουγγάρισμα και έβγαζαν τις καρέκλες έξω.

Δεν μιλούσαν τόσο πολύ πια, μόνο μερικά σχόλια ή κάποια ιστορία που τους ερχόταν στο μυαλό… Σηκώθηκαν να φύγουν… Περπάτησαν λίγο μαζί… μέχρι που η κοπέλα θα έστριβε για να πάει σπίτι της και εκείνος θα συνέχιζε για το δικό του…

Μόλις μπήκε στο σπίτι και ξάπλωσε, σκέφτηκε πόσο ωραία είχε εξελιχτεί το βράδυ… Όταν έκλεισε τα μάτια του, άκουσε τον ήχο του κινητού όταν έπαιρνε καινούργιο μήνυμα… «Πέρασα υπέροχα απόψε, να μην αργήσουμε να το επαναλάβουμε» μαζί με μια φατσούλα με χαμόγελο…

Θα της απαντούσε την επόμενη μέρα.

 

στράτης πι

___

καθώς πετάς

Image

Η φωτεινή ένδειξη για το υποχρεωτικό δέσιμο της ζώνης στο αεροπλάνο έσβησε. Αφού την έλυσε, έβγαλε μέσα από το βιβλίο που κράταγε στα χέρια ένα φάκελο. «Καθώς πετάς» έγραφε επάνω. Του τον είχε δώσει μια φίλη του, στη τελευταία τους συνάντηση πριν φύγει και του είχε πει να τον ανοίξει αφού το αεροπλάνο απογειωθεί. Κρατώντας τον προς τα κάτω, με προσοχή, σκίζοντας τη μια άκρη του φακέλου, τράβηξε το γράμμα και άρχισε να το διαβάζει.

«Καλημέρα,

Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα πως να το ξεκινήσω, δεν έχει ξανατύχει να γράψω αλληλογραφία χειρόγραφα… καλά καλά δεν ήξερα, ούτε αν υπάρχει κάποιο πρωτόκολλο, τι λένε οι κανόνες γραφής; Πως ξεκινάς άραγε ένα προσωπικό, χειρόγραφο γράμμα; Ίσως αργότερα το ψάξω σε κάποια μηχανή αναζήτησης… Περίεργο όμως, να έχουμε αλλάξει τόσα μηνύματα, από υπολογιστές, με mail, από κινητά, και δεν ξέρει ο ένας, το γραφικό χαρακτήρα του άλλου, και με τους αυτόματους διορθωτές ούτε ορθογραφικά κάνουμε πια, πράγματα τόσο όμορφα να τα ξέρει ο ένας για τον άλλο…

Άραγε γιατί ξεκινάω με καλημέρα… ίσως έτσι σε έχω στο μυαλό μου, χωρίς ποτέ να μου το έχεις πει ότι θα ταξιδεύεις μέρα, χάραμα… για να προλάβεις όσο περισσότερα μπορείς εκεί που πας.

Φαντάζομαι πως θα ήταν η μέρα σου πριν το ταξίδι. Θα κατέβηκες κέντρο. Θα διάλεξες μία από τις πολλές βόλτες που ξέρεις. Παρέα με κάποιους αγαπημένους φίλους κι ύστερα θα καταλήγατε για καφέ, ο καφές θα γινόταν ποτό… και μετά κάτι πρόχειρο για να φας, κάτι που θα σου έλειπε εκεί που πας. Νύχτα θα γύρισες σπίτι και θα άρχιζες να φτιάχνεις τα πράγματα σου τελευταία στιγμή… Θα έφτιαχνες έναν ακόμη καφέ ή ίσως τσάι; Θα έβαζες να δεις κάποια ταινία ή να ακούσεις κάποια αγαπημένη μουσική, μέχρι να έρθει η ώρα… Να κρεμάσεις τη τσάντα στον ώμο… Ναι, αυτή με τα πράγματα που θα ήθελες στο αεροπλάνο και με το άλλο χέρι θα κρατήσεις τη βαλίτσα που θα αφήσεις στις αποσκευές. Θα κλειδώσεις το σπίτι και θα φύγεις…

Αυτά στα γράφω γιατί, πριν ταξιδέψεις ήθελα να σου κάνω ένα δώρο προσωπικό… τι πιο προσωπικό λοιπόν, με τα γράμματα μου, με τα ορθογραφικά μου… τι πιο προσωπικό από μια εικόνα μου για σένα… Τώρα, τα νέα, θα συνεχίσουμε να τα λέμε μέσα από εγκαταστημένες γραμματοσειρές και από αυτόματους διορθωτές λέξεων στα κοινωνικά δίκτυα…

Σε χαιρετώ και σου εύχομαι καλό σου ταξίδι!»

Την ώρα που τελείωσε το γράμμα περνούσε η αεροσυνοδός με τους καφέδες και τα αναψυκτικά. Παρήγγειλε έναν καφέ… Από τα μεγάφωνα ακούστηκε η αναγγελία προβολής μιας χολιγουντιανής ταινίας στις οθόνες του αεροπλάνου… ΄Έβαλε τα ακουστικά για να την παρακολουθήσει… Όσο έβλεπε την ταινία, σκεφτόταν πότε το γράμμα και πότε αυτά που θα έκανε μόλις το αεροπλάνο προσγειωνόταν.

στράτης πι

___

ένα παλιό ζαχαροπλαστείο

Image

Το είχε πάρει από τον πατέρα του. Παλιότερα δούλευε εκεί, τα καλοκαίρια σαν πιτσιρικάς και αργότερα στα κενά της σχολής του… ΄Έτσι είχε μάθει να φτιάχνει κάποια γλυκά, αλλά και τους παραδοσιακούς λουκουμάδες.

Είχε σπουδάσει ένα τελείως διαφορετικό επάγγελμα. Πριν πάρει το ζαχαροπλαστείο το εξασκούσε, αλλά -σε καιρούς κρίσης- η δουλειά παραήταν πεσμένη και έναν καιρό όπου ουσιαστικά ήταν σχεδόν άνεργος, είχε πάει στον πατέρα του και του είχε ζητήσει να αναλάβει και να ανανεώσει το μαγαζί.

Τώρα είχε φωτεινά χρώματα, και στους τοίχους στόλιζαν φιγούρες και αφίσες από θέατρα σκιών, τα μικρά στρογγυλά τσίγκινα τραπέζια και οι ψάθινες καρέκλες μέσα παρέμειναν ίδια, ίδια τραπεζάκια και έξω, οι καρέκλες μόνο αντι ψάθινες του σκηνοθέτη. Από τον ελληνικό, το φραπέ και ένα δύο τσάγια που σέρβιρε παλιότερα, τώρα είχαν προστεθεί ο εσπρέσσο, μια ποικιλία δώδεκα τσαγιών και τέσσερα είδη σοκολάτας. Στα γλυκά, υπήρχε η σχετική ανανέωση, αν και οι λουκουμάδες του, ήταν το δυνατό χαρτί. Στο ψυγείο -βιτρίνα- που χώριζε την κουζίνα από τους θαμώνες, έβρισκες τα γνωστά πολίτικα συροπιαστά, πορτοκαλόπιτα, λεμονόπιτα, σοκολατόπιτα. Μερικές φορές όλο και ανανεώνονταν με ένα καινούριο όπου θα το έκανε δοκιμή με φίλους, για να δουν αν πέτυχε, αν άξιζε να το φτιάχνει κάποιες μέρες στο μαγαζί.

Στο παλιό ζαχαροπλαστείο, που οι πατεράδες και οι παππούδες τους έπιναν το καφεδάκι τους και με ένα γλυκό -κάτι για το σπίτι- περνούσε η ώρα και έφευγαν… τώρα πήγαιναν τα παιδιά και τα εγγόνια… Το έκαναν στέκι, για γλυκό και καφέ, μόλις σχολούσαν από τα γύρω σχολεία ή ύστερα από το πανεπιστήμιο… Έτσι συνεχίστηκε η παράδοση…

στράτης πι

___